- εμπροσθοφυλακή
- Το επικεφαλής στοιχείο μιας δύναμης που προελαύνει και έχει ως κύρια αποστολή την εξασφάλιση της απρόσκοπτης κίνησης του κύριου σώματος. Αναλυτικότερα, η αποστολή της ε. είναι να αναζητά και να εκμεταλλεύεται τα κενά του εχθρικού αμυντικού συστήματος, να παρέχει πληροφορίες στο κύριο σώμα σχετικά με τον εχθρό και να εξουδετερώνει μικρές αντιδράσεις του εχθρού ή, αν συναντά σοβαρότερες, να καλύπτει την ανάπτυξη του κύριου σώματος. Κατανέμεται σε κλιμάκιο μάχης και κλιμάκιο εφεδρείας και σχεδόν πάντοτε δίνει μάχη για να εκπληρώσει την αποστολή της και κυρίως για να απωθήσει –και αυτό αποτελεί τη σημαντικότερη αποστολή της–, για να παρακάμψει και για να εξουδετερώσει προωθημένα τμήματα κάλυψης και ε. ή προφυλακές του εχθρού. Η δύναμη και η συγκρότηση της ε. καθορίζονται με βάση τη φύση του εδάφους, τις πληροφορίες για τον εχθρό, τον χρόνο που απαιτείται για την ανάπτυξη και την εμπλοκή της κύριας δύναμης στον αγώνα, καθώς και με βάση τη δύναμη την οποία καλύπτει.
Παλαιότερα, την ε. συγκροτούσαν άντρες του ιππικού, του πεζικού και του πυροβολικού, καθώς και στοιχεία μηχανικού για την άρση των εμποδίων. Σήμερα, ανάλογα και με την προελαύνουσα δύναμη, χρησιμοποιούνται ταχυκίνητες μονάδες πεζικού και τεθωρακισμένα, αυτοκίνητα και άρματα, μηχανικό και ελικόπτερα, με την υποστήριξη του πυροβολικού και αεροσκαφών της τακτικής αεροπορίας.
* * *η1. στρατ. τμήμα στρατού που προπορεύεται τού κύριου σώματος τής φάλαγγας για ανίχνευση τού εχθρού ή για προφύλαξη από αιφνιδιαστική επίθεσή του, η προφυλακή2. μτφ. πρωτοπορία, το προπορευόμενο τμήμα μιας ομάδας, τάξεως, παρατάξεως κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.